Ξανθιά, καστανή ή σκούρα, φρουτώδης, με γεύση καραμέλας ή πικρή, διαυγής ή θολή, με λίγο η πολύ αλκοόλ, το γεγονός ότι η μπίρα ξεχωρίζει για την ποικιλία της σε είδη και γεύσεις, είναι θέμα χημείας.
Ξανθιά, καστανή ή σκούρα, φρουτώδης, με γεύση καραμέλας ή πικρή, διαυγής ή θολή, με λίγο η πολύ αλκοόλ, το γεγονός ότι η μπίρα ξεχωρίζει για την ποικιλία της σε είδη και γεύσεις, είναι θέμα χημείας.
Η χημεία μπορεί να είναι το τελευταίο πράγμα που περνάει από το μυαλό σας καθώς απολαμβάνετε μία παγωμένη μπίρα, ωστόσο είναι πάντα καλό να γνωρίζετε πώς παρασκευάζεται το «αντικείμενο» της απόλαυσής σας.
Τα κύρια συστατικά οποιασδήποτε μπύρας είναι το νερό, η βύνη κριθαριού, ο λυκίσκος και η μαγιά. Με αυτά τα τέσσερα υλικά, στην πραγματικότητα έχετε στη διάθεσή σας ό,τι χρειάζεστε προκειμένου να παρασκευάσετε μπίρα.
Ωστόσο το αγαπημένο ποτό εκατομμυρίων Ευρωπαίων, δεν είναι απλώς θέμα ανάμιξης, αλλά θέμα χημείας, δεδομένου ότι προϋποθέτει μία πολύπλοκη σειρά βιοχημικών αντιδράσεων για τη μετατροπή του κριθαριού σε ζυμώσιμα σάκχαρα και τελικά τη δημιουργία αλκοόλ.
Σύμφωνα με τον Dr. Anton Piendl, του Ινστιτούτου Τεχνολογίας Ζυθοποιίας και Μικροβιολογίας στο Πολυτεχνείο Μονάχου, η βύνη είναι η ψυχή της μπίρας καθώς διαμορφώνει το σώμα της και επηρεάζει το χαρακτήρα της.
Η βύνη συνεισφέρει στην παραγωγή σακχάρων και κατ’ επέκταση στη δημιουργία αλκοόλ, στο άρωμα, τη γεύση και το χρώμα της μπίρας. Ανάλογα με τη θερμοκρασία καβουρντίσματος, δημιουργούνται από ανοιχτόχρωμες μέχρι καραμελοποιημένες και σκουρόχρωμες βύνες.
Η βύνη είναι το θεμελιώδες συστατικό της μπίρας. Κατά κανόνα χρησιμοποιείται βύνη από κριθάρι (λόγω απόδοσης), αν και ορισμένοι φτιάχνουν μπίρα από βύνη σιταριού, ρυζιού κ.ά. Πρόκειται για το κριθάρι που έχει βλαστήσει μερικώς, έως ότου να αναπτυχθούν τα ένζυμα που απαιτούνται για την παραγωγική διαδικασία. Η βύνη είναι το προϊόν που απομένει μετά την επεξεργασία ενός κόκκου δημητριακού (αφού βλαστήσει, ξηρανθεί με αέρα και θερμανθεί).
Αν η βύνη είναι η ψυχή της μπίρας, τότε ο λυκίσκος είναι το σπιρτόζικο πνεύμα της. Ο λυκίσκος είναι φυτό, τα άνθη του οποίου χρησιμοποιούνται για να προσδώσουν πικράδα και άρωμα στη μπίρα, ενώ αυξάνει και τη διατηρησιμότητά της. Ο ρόλος του είναι πολύ σημαντικός για το τελικό γευστικό αποτέλεσμα, διότι εξισορροπεί τη γλυκύτητα της βύνης με την πικράδα του και βοηθάει στο σχηματισμό του αφρού.
Η μαγιά είναι το «μαγικό» συστατικό για την παρασκευή μπίρας. Στο στάδιο της ζύμωσης, η μαγιά μεταβολίζει τα σάκχαρα που παράγονται από τη βύνη και έτσι δημιουργείται αλκοόλ και ανθρακικό. Επιπλέον, η μαγιά κατά την ωρίμανση, παράγει αρωματικές ενώσεις που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της τελικής γεύσης και του αρώματος της μπίρας.
Ο Louis Pasteur ήταν εκείνος που ανέδειξε πρώτος τον ρόλο της μαγιάς, δίνοντας λύση στο άλυτο, έως το 1857, μυστήριο της ζύμωσης.
Η μπίρα περιέχει περίπου 92% νερό και γι’ αυτό αποτελεί ένα δροσιστικό και ξεδιψαστικό ποτό με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ. Σύμφωνα με έρευνα, η ήπια κατανάλωση μπίρας, δηλαδή έως ένα ποτήρι την ημέρα για τις γυναίκες και έως δύο στους άνδρες, μειώνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων. Παράλληλα, και σε αντίθεση με την αντίληψη των περισσότερων, δεν πρόκειται να παχύνετε αν πίνετε μια δυο μπίρες την ημέρα. Ο λόγος είναι ότι δεν περιέχει λίπος ή χοληστερόλη, ενώ έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε απλά σάκχαρα.