Λόγω της κλιματικής αλλαγής, οι καύσωνες έχουν γίνει πιο συχνοί και έντονοι, ενώ διαρκούν περισσότερο από ποτέ με επικίνδυνες συνέπειες.
Λόγω της κλιματικής αλλαγής, οι καύσωνες έχουν γίνει πιο συχνοί και έντονοι, ενώ διαρκούν περισσότερο από ποτέ με επικίνδυνες συνέπειες.
Ποιος θυμάται τον Ιούλιο του 1987; Τότε που η Αθήνα αντιμετώπισε έναν παρατεταμένο καύσωνα που εκτιμάται ότι στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 1.300 ανθρώπους. Πιο πρόσφατα, το καλοκαίρι του 2021, οι υψηλές θερμοκρασίες ξεκίνησαν από τον Ιούνιο και κορυφώθηκαν στον μεγαλύτερης διάρκειας καύσωνα –και έναν από τους πιο ισχυρούς– που έχει εκδηλωθεί ποτέ στη χώρα μεταξύ 26 Ιουλίου-10 Αυγούστου.
Εάν για να αντιμετωπίσετε τη ζέστη σπεύδετε στην παραλία, ενώ παράλληλα επιθυμείτε να διατηρήσετε και τη γραμμή σας, διαβάστε το άρθρο «Γυμναστική στη Θάλασσα: 10 είδη ασκήσεων για την παραλία».
Λόγω της κλιματικής αλλαγής, οι καύσωνες έχουν γίνει παγκοσμίως πιο συχνοί και έντονοι, ενώ διαρκούν περισσότερο από ποτέ με επικίνδυνες συνέπειες για τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Είναι ενδεικτικό, σύμφωνα με νέα μελέτη Ελλήνων ερευνητών, το γεγονός ότι η χώρα μας αντιμετώπισε κατά μέσο όρο 0,7 καύσωνες ετησίως από το 1950 έως το 2020, μία μέση τιμή που αυξήθηκε δραματικά σε 1,1 καύσωνα ανά έτος από το 1990 έως το 2020.
Ο καύσωνας είναι μία παρατεταμένη περίοδος με ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες για μια ορισμένη περιοχή. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία, εκδηλώνεται καύσωνας όταν η μέγιστη θερμοκρασία αγγίζει ή ξεπερνάει τους 39°C, ενώ η ελάχιστη διατηρείται πάνω από 26°C για τουλάχιστον τρεις μέρες. Σε άλλες περιοχές του πλανήτη, το όριο είναι διαφορετικό ανάλογα με τον μέσο όρο θερμοκρασίας της εκάστοτε περιοχής.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, το ανθρώπινο σώμα ανταποκρίνεται στις υψηλές θερμοκρασίες, κυρίως, με δύο τρόπους: Αφενός τη διαστολή των αιμοφόρων αγγείων στο δέρμα, και αφετέρου την παραγωγή ιδρώτα.
Η αυξημένη ροή αίματος προς το δέρμα επιτρέπει την εκροή περισσότερης θερμότητας προς το περιβάλλον. Από την άλλη, ο ιδρώτας βοηθάει το σώμα να δροσιστεί καθώς εξατμίζεται από το δέρμα. Αμφότερες οι διαδικασίες, συμβάλλουν στη διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματος μεταξύ 36°C και 37°C: Πρόκειται για την επιθυμητή θερμοκρασία, προκειμένου να λειτουργούν κανονικά οι μεταβολικές λειτουργίες του οργανισμού.
Εντούτοις, η ανταπόκριση του οργανισμού σε ακραίες θερμοκρασίες μπορεί να έχει και αρνητικό αντίκτυπο. Η διαστολή των αιμοφόρων αγγείων έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αρτηριακής πίεσης, η οποία κάνει την καρδιά να εργάζεται εντατικότερα προκειμένου να κυκλοφορήσει το αίμα. Για άτομα με προϋπάρχουσες καρδιακές παθήσεις, το γεγονός αυτό ενδέχεται να οδηγήσει σε καρδιακή προσβολή.
Παράλληλα, η υπερβολική εφίδρωση συντελεί στην απώλεια νατρίου (αλατιού) από το σώμα. Σε ακραίες περιπτώσεις, το χαμηλό επίπεδο νατρίου στο αίμα μπορεί να προκαλέσει ναυτία και πονοκεφάλους.
Όπως έχει προκύψει από έρευνα, σε περιόδους καύσωνα οι άνθρωποι που κινδυνεύουν περισσότερο είναι οι ηλικιωμένοι, όσοι βρίσκονται σε απομόνωση, πάσχουν από καρδιακά νοσήματα και δεν έχουν πρόσβαση σε κλιματισμό. Τα νεογνά και τα βρέφη είναι επίσης ιδιαίτερα ευάλωτα στις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού.
Εάν επιθυμείτε να παραμείνετε δροσεροί αλλά με αίσθημα ευθύνης απέναντι στο περιβάλλον, διαβάστε το άρθρο «Tips για την αντιμετώπιση της ζέστης χωρίς τη χρήση κλιματισμού».
Εάν είστε καρδιοπαθής, συμβουλευτείτε το γιατρό σας καθώς και τις οδηγίες προστασίας της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας.
Πάνω απ’ όλα, μείνετε ψύχραιμοι και απολαύστε το καλοκαίρι!